- αποσπασματικός
- fragmentary
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Ντίκινσον, Έμιλι — (Emily Dickinson, Άμερστ, Μασαχουσέτη 1830 – 1886). Αμερικανίδα ποιήτρια. Κόρη ενός αυστηρού πουριτανού δικηγόρου, φοίτησε στην Ακαδημία Άμερστ και κατόρθωσε έπειτα να σταλεί για ένα χρόνο στη γυναικεία σχολή του Σάουθ Χάντλι. Εκτός από σύντομες… … Dictionary of Greek